Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ενδυμασία

  • 1 наряд

    наряд м (одежда) η ενδυμασία, η τουαλέτα
    * * *
    м
    ( одежда) η ενδυμασία, η τουαλέτα

    Русско-греческий словарь > наряд

  • 2 одежда

    одежда ж η ενδυμασία, η φορεσιά, τα ρούχα· верхняя \одежда το επανωφόρι· рабочая \одежда η μπλούζα
    * * *
    = ограждать
    η ενδυμασία, η φορεσιά, τα ρούχα

    ве́рхняя оде́жда — το επανωφόρι

    рабо́чая оде́жда — η μπλούζα

    Русско-греческий словарь > одежда

  • 3 туалет

    туалет м 1) (одежда) η τουαλέτα, η ενδυμασία* вечерний \туалет η βραδινή τουαλέτα 2) (уборная) η τουαλέτα, ο απόπατος, το αποχωρητήριο
    * * *
    м
    1) ( одежда) η τουαλέτα, η ενδυμασία

    вече́рний туале́т — η βραδινή τουαλέτα

    2) ( уборная) η τουαλέτα, ο απόπατος, το αποχωρητήριο

    Русско-греческий словарь > туалет

  • 4 костюм

    α.
    1. κοστούμι, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά•

    национальный εθνική ενδυμασία•

    спортивный костюм αθλητική στολή•

    маскарадный костюм αποκριάτικη φορεσιά•

    штатский костюм πολιτική περιβολή•

    купальный костюм μαγιό.

    2. ταγιέρ.
    εκφρ.
    в -е Адама – με ένδυμα Αδάμ (γυμνός)•
    в -е Евы – με φορεσιά της Εύας (γυμνή).

    Большой русско-греческий словарь > костюм

  • 5 обмундировка

    θ.
    1. εφοδιασμός με ιματισμό ντύσιμο.
    2. ενδυμασία, στολή ιματισμός•

    зимняя обмундировка χειμερινή ενδυμασία.

    Большой русско-греческий словарь > обмундировка

  • 6 платье

    -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.
    1. αθρσ. ενδύματα, φορέματα ρούχα• ενδυμασία•

    мужское платье ανδρικά ενδύματα•

    женское платье γυναικεία ενδύματα•

    магазин готового -ья κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων•

    траурное платье πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα.

    2. φουστάνι, φόρεμα•

    шёлковое платье μεταξωτό φουστάνι.

    Большой русско-греческий словарь > платье

  • 7 костюм

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > костюм

  • 8 одежда

    1. (дорожная) το οδόστρωμα, η επένδυση, η κάλυψη 2. (совокупность предметов, которые надевают поверх белья) о ιματισμός, ο ρουχισμός, η ενδυμασία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одежда

  • 9 национальный

    национа́льный костю́м — η εθνική ενδυμασία

    национа́льные обы́чаи — τα ήθη και έθιμα

    Русско-греческий словарь > национальный

  • 10 наряд

    наряд I
    м (одежда) ἡ στολή, ἡ ἐνδυμασία, ὁ στολισμός, τό ντύσιμο.
    наряд II
    м
    1. (распоряжение) ἡ διαταγή / τό Ενταλμα, ἡ ἐντολή (документ)·
    2. воен. ἡ ἀγγαρεία, ἡ ὑπηρεσία / τό ἀπόσπασμα (группа людей).

    Русско-новогреческий словарь > наряд

  • 11 одежда

    одежда
    ж τά ροῦχα, ὁ ρουχισμός, ἡ ἐνδυμασία:
    форменная \одежда ἡ στολή· парадная \одежда ἡ μεγάλη στολή, ἡ στολή τελετής· верхняя \одежда τό ἐπανωφόρι[ον], τό παλτό.

    Русско-новогреческий словарь > одежда

  • 12 одеяние

    одеяние
    с уст. τό φόρεμα, τό ἔνδυμα, ἡ ἐνδυμασία.

    Русско-новогреческий словарь > одеяние

  • 13 платье

    плать||е
    с
    1. собир. τό φόρεμα, ὁ Ιματισμός, ἡ ἐνδυμασία, ἡ περιβολή, τό Ενδυμα:
    магазин готового \платьея κατάστημα ἐτοίμων ἐνδυμάτων
    2. (женское) τό φουστάνι:
    шелковое \платье μεταξωτό φουστάνί вечернее \платье βραδυνή τουαλέτα

    Русско-новогреческий словарь > платье

  • 14 азям

    α.
    (διαλκ.) παλαιά χωρική ενδυμασία.

    Большой русско-греческий словарь > азям

  • 15 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 16 верхний

    -яя, -ее, επ.
    1. ο (ε)πάνω, ο άνω•

    верхний этаж το πάνω πάτωμα.

    2. (για ποτάμια) ο άνω•

    -ее течение ο άνω ρους.

    3. (για ενδυμασία) εξωτερικός•

    -яя одежда τα εξωτερικά ενδύματα.

    4. (για ήχους) ψηλός.
    εκφρ.
    - ее чутье – (για σκυλιά) όσφρηση αποτον αέρα (όχι από τα ίχνη).

    Большой русско-греческий словарь > верхний

  • 17 ветер

    -тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.
    άνεμος, αέρας•

    попутный ветер ούριος άνεμος•

    ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•

    ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•

    порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.

    εκφρ.
    ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•
    ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•
    ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•
    бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•
    держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•
    идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•
    ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•
    подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας.

    Большой русско-греческий словарь > ветер

  • 18 вычистить

    -ищу, -истишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    καθαρίζω•

    вычистить пальто καθαρίζω το πανωφόρι•

    щеткой καθαρίζω με τη βούρτσα, βουρτσίζω.

    καθαρίζομαι, (για ενδυμασία).

    Большой русско-греческий словарь > вычистить

  • 19 гардероб

    α.
    1. γ(κ)αρδαρόμπα, ντουλάπα.
    2. ιματιοθήκη, -οφυλάκιο, βεστιάριο.
    3. όλη η ενδυμασία ενός ατόμου.

    Большой русско-греческий словарь > гардероб

  • 20 гражданский

    επ.
    1. πολιτικός• αστικός•

    -ие законы πολτική δικονομία•

    -ое право αστικό δίκαιο•

    гражданский кодекс αστικός κώδικας•

    гражданский долг το χρέος του πολίτη•

    акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•

    -ие власти οι πολιτικές αρχές•

    гражданский иск πολιτική αγωγή.

    2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•

    -ая служба πολιτική υπηρεσία•

    гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•

    -ое платье πολιτική ενδυμασία.

    3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•

    гражданский брак πολιτικός γάμος.

    εκφρ.
    - ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > гражданский

См. также в других словарях:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — η το σύνολο των εξωτερικών ενδυμάτων του ανθρώπου, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»